Ελεύθερο

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Άνοιξε την πόρτα και κοντοστάθηκε στο πεζούλι έξω από το σπίτι του. Με την άκρη του ματιού του έπιασε ένα λευκό λουλούδι στο απέναντι στενό να πασχίζει να ξεπροβάλλει από τα χόρτα.
       Είχε καιρό να δει λιακάδα, οπότε ατένιζε λίγο στο άπειρο, ακόμα και αν αυτό που έβλεπε ήταν αμαξοσειρές να κατευθύνονται με σταθερή ταχύτητα προς την ίδια κατεύθυνση, που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης. Ήθελε απλά να "καθαρίσει" το κεφάλι του, με όποιον τρόπο και αν γινόταν αυτό.
       "Γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά πια;", μονολόγησε. Ίσως γιατί πλέον δεν ήταν το ίδιο ξέγνοιαστος με τα 15 του. Είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι άπαξ και έκανε κάποια μαλακία, αυτός που θα την πλήρωνε πλέον θα ήταν ο ίδιος και όχι κάποιος γονιός, κάποιος "προστάτης" του τέλος πάντων.
     Έβγαλε ένα τσιγάρο, το στερέωσε στα χείλη του και προχώρησε. Πέρασαν κοντά 2 λεπτά για να αντιληφθεί ότι έχει ένα τσιγάρο σβηστό στα χείλη του. Ίσως είχε απορροφηθεί τόσο πολύ από τις σκέψεις του, ίσως πάλι να ήταν άλλο ένα από τα περίεργα πειράματα που σκηνοθετούσε με το μυαλό του. Δεν είχε που να πάει, απλά προχωρούσε. Με την τσάντα στον ώμο, με 2-3 τετράδια, τα γυαλιά του και ένα στυλό. Ίσα-ίσα για να μην είναι άδεια. Δεν ήταν αδιάφορος μαθητής, απεναντίας. Απλά τρίτη λυκείου, έδινε βάση μόνο στα 5-6 μαθήματα που χρειάζονταν. "Στ αρχίδια μου αν θεωρούμε τεχνοκράτης ή δεν ξέρω εγώ τι .Τα υπόλοιπα μαθήματα τα σιχαίνομαι, οπότε και δεν τα διαβάζω."    
      Κάπως έτσι ήταν η κοσμοθεωρία του γενικότερα. Όσο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ένας δεκαοχτάχρονος έχει κοσμοθεωρία. Κάνε κάτι μόνο άμα μπορείς να έχεις κέρδος από αυτό. Αλλιώς δεν έχεις κίνητρο για να το κάνεις, οπότε και δεν θα το κάνεις καλά. Επομένως, πολύ δαπάνη έργου, για μηδαμινό αποτέλεσμα. Γενικότερα, παρ όλο που ήταν πολύ συναισθηματικός, η φιλοσοφία που είχε αναπτύξει είχε καθαρά ορθολογιστικούς άξονες.
      Είχε φτάσει στην διασταύρωση πριν το παρκάκι που άραζε συνήθως μόνος του ή με καμιά κοπελιά άμα τύχαινε. Αυτή την φορά μόνος του όμως. Ήταν στην φάση που δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι ήθελε. Ένιωθε "σαν γκόμενα" όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του και τους άλλους όποτε περιέπλεκαν εξαιρετικά τα πράγματα. Αλλά δεν ήταν αυτό που τον προβλημάτιζε. Παρ όλο που η καθημερινότητα του ήταν γεμάτη και τα συναισθήματα του πολύ πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, κάτι τον πλήγωνε, κάτι του γεννούσε έντονα την επιθυμία να πέσει στα γόνατα και να κλαίει. 
    Ενδεχομένως, να ήταν και αυτό στα πλαίσια της έντονης συναισθηματικής φόρτισης που τον διακατείχε. Ίσως πάλι να τα είχε κάνει τόσο σκατά μέσα στο κεφάλι του που πλέον να μην αντέχει άλλο. Το μυαλό του ήταν πάντα ακατάστατο, αλλά πάντα ήξερε που είναι κάθε τι. Κάπως σαν το δωμάτιο του. Με την διαφορά ότι εκεί κάποια στιγμή ένα κακό χέρι το συγύριζε. Κανείς δεν κατάφερε να συγυρίσει το μυαλό του όμως. Γενικότερα, ελάχιστοι τον είχαν επηρεάσει. Και λόγω πείσματος ακόμα και αν είχε άδικο, άμα τον άλλον δεν τον είχε σε εκτίμηση δεν θα τον αποδεχόταν. Αποκαλούσε τον εαυτό του σαρκαστικά, πολλές φορές, αυτιστικό, λόγω της απίστευτης μανίας που είχε σε ορισμένα θέματα. Τα ήθελε όλα σε τάξη. Και ναι, για αυτόν η ακαταστασία του μυαλού του ήταν μια τάξη. Μια τάξη με δικά του δεδομένα.
     Απ' ότι φαίνεται ωστόσο η τάξη αυτή σιγά-σιγά σβήνει. Έκανε λάθη στο παρελθόν και ντρέπεται έντονα γι αυτά. Λάθη σε φιλοσοφίες που ακολουθούσε, λάθη σε αποφάσεις που έπρεπε να κρίνει σωστά, λάθη με κοπελιές και όλα αυτά τον στοίχειωναν. Δεν το έδειχνε όμως. Στους έξω έδειχνε ο χαρούμενος τύπος που δεν έχει προβληματισμούς και ζει μόνο για τον εαυτό το. Ο τύπος που αν σβήσει το χαμόγελο από το πρόσωπο του είναι από το χασμουρητό που ρίχνει συχνά-πυκνά ως σημάδι του οργανισμού του ότι κάτι εκεί γύρω προκαλεί υπνηλία. 
      Κοιτάει το ρολόι, είχε περάσει ένα δίωρο αφότου έφυγε από το σπίτι. Σηκώθηκε και με το που σηκώθηκε άφησε τις σκέψεις πίσω του. Το έκανε συχνά, ώστε να μην τον βαραίνουν. Το σκυθρωπό βλέμμα που είχε σε όλη την διάρκεια του εσωτερικού του διαλόγου έφυγε και αντικαταστάθηκε από το συνηθισμένο χαρούμενο ύφος του. 
     .Ακολούθησε διαφορετική πορεία από αυτήν που πήρε για να έρθει ως το παρκάκι, πιο μεγάλη. Παρατήρησε τους ανθρώπους στην διαδρομή, πάντα τους μισούσε ως φάρα, αλλά τώρα μπόρεσε να τους δει από ένα άλλο πρίσμα, ίσως και αυτοί να σκέφτονται όπως αυτός. Έφτασε σπίτι. Στάθηκε στο πεζούλι, έβγαλε τα κλειδιά και μπήκε σπίτι του. Από το παράθυρο πρόσεξε ότι το λευκό λουλούδι πλέον ξεχώριζε...